Δημοσιεύουμε στη συνέχεια την εισήγηση του ΣΜΕΔ στην Ενότητα με τίτλο «Πώς θ’ αλλάξουμε την αγορά μας; Πελάτες, τιμές κι επαγγελματική συνείδηση», στο 1ο Συνέδριο Επαγγελματιών Μετάφρασης και Διερμηνείας που διοργάνωσαν η Πανελλήνια Ένωση Μεταφραστών (ΠΕΜ) και το Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου το διήμερο 30/9-1/10/2017. Θα ακολουθήσει τις επόμενες μέρες ένας αναλυτικός απολογισμός του συνεδρίου, βασισμένος στις παρατηρήσεις και τις εντυπώσεις των μελών του Συλλόγου που παρακολούθησαν τις εργασίες του.
Λίγα λόγια για τον ΣΜΕΔ: ο Σύλλογος Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών ιδρύθηκε το 2009 και έχει μέλη του μόνο αυτοαπασχολούμενους που δεν απασχολούν προσωπικό και εργαζόμενους, είτε με μπλοκάκι είτε χωρίς, και άρα από τη σκοπιά των συμφερόντων αυτών των ΜΕΔ θα προσπαθήσουμε να παρέμβουμε και εδώ, από τη σκοπιά, δηλαδή, των συμφερόντων της πλειοψηφίας των εργαζόμενων αυτού του χώρου.
Θα ξεκινήσουμε από την «αγορά μας», στην οποία αναφέρεται ο τίτλος αυτής της ενότητας. Ποια ακριβώς είναι η αγορά «μας» και ποιοι είμαστε «εμείς»; Πληροφορούμαστε, ας πούμε, από την Ένωση GALA, ότι η γλωσσική βιομηχανία το 2016 άξιζε περίπου 40 δις δολάρια (σχεδόν διπλασιάστηκε από το 2009). Σε ποιων τις τσέπες είναι αυτά τα δολάρια; Μήπως της συναδέλφου που πριν λίγες μέρες απέρριψε την απίστευτη προσφορά να πληρωθεί με κουπόνια για μετάφραση που έκανε; Ή μήπως της άλλης συναδέλφου –και πολλών άλλων, βέβαια– που δεν μπορούσε να δώσει τα 80 ευρώ γι’ αυτό το συνέδριο; Μαθαίνουμε, επίσης, ότι η γλωσσική βιομηχανία είναι η τέταρτη γοργότερα αναπτυσσόμενη βιομηχανία το 2016. Ποιος επωφελείται; Μήπως οι χιλιάδες μεταφραστές-είλωτες, γενικά οι εργάτες της γλωσσικής αυτής βιομηχανίας, που δουλεύουν με τις πιο ευέλικτες σχέσεις εργασίας που υπάρχουν, με τηλεεργασία, μερική απασχόληση, εξαρτημένη εργασία με μπλοκάκι, αυτοαπασχόληση με ευέλικτα και εξοντωτικά ωράρια, πιεστικές προθεσμίες, με το κόστος ασφάλισης, υγείας, εκπαίδευσης, εργαλείων στις πλάτες μας, απληρωσιά, εξευτελιστικές αμοιβές-φιλοδωρήματα, πρακτική άσκηση που ισοδυναμεί με απλήρωτη εργασία, με το αέναο κυνήγι των προσόντων και των «πιστοποιητικών»; Όχι μόνο δεν ωφεληθήκαμε από την ανάπτυξη αυτή, αλλά η δουλειά μας εντατικοποιήθηκε, οι αμοιβές μας πέφτουν συνεχώς (η διαδικασία αυτή είχε αρχίσει πριν την εκδήλωση της κρίσης), τα τελευταία δικαιώματα που είχαν απομείνει από υγεία, συνταξιοδοτικά δικαιώματα κλπ. έχουν διαλυθεί. Πάει πολύ, λοιπόν, να ορίζεται αυτή η αγορά ως αγορά «μας». Είναι η αγορά «τους», η αγορά των επιχειρηματικών ομίλων, των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών.
Μήπως, όμως, είμαστε κι εμείς κάποιου είδους επιχειρηματίες, όπως μας λένε πολλοί; Αφεντικά του εαυτού μας, που με έξυπνο branding, με τα κοινωνικά δίκτυα και με αναπτυξιακά προγράμματα, καινοτομία και επιχειρηματικά πλάνα θα πάμε μπροστά; Ο ΣΕΒ, σε ένα από τα εβδομαδιαία δελτία του για την ελληνική οικονομία, απαντάει με πολλή ειλικρίνεια σε αυτό το ερώτημα. Οι αυτοαπασχολούμενοι ως ατομικές επιχειρήσεις, μας λέει, είναι τροχοπέδη για την καπιταλιστική ανάπτυξη, για την ανάπτυξη των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, και πρέπει να μειωθούν (στην Ελλάδα οι αυτοαπασχολούμενοι αποτελούν το 30% των απασχολούμενων, έναντι του 15% περίπου στην ΕΕ). Αλλά προσθέτει: «Η μισθωτή εργασία μετεξελίσσεται […] σε εργασία αυτοαπασχολουμένων, όπου εργαζόμενοι μπορούν να δουλεύουν από το σπίτι, για πολλούς εργοδότες ταυτόχρονα, χωρίς να απαιτείται η διάθεση εργασιακού χώρου ή εξοπλισμού από τον εργοδότη. […] Ο αυτοαπασχολούμενος του μέλλοντος δεν θα έχει καμία σχέση με την ατομική επιχείρηση που βλέπουμε σήμερα. Θα είναι ο μισθωτός του αύριο χωρίς καμιά από τις σταθερές που προσδιορίζουν την εργασία του μισθωτού σήμερα.» Αυτό ακριβώς είμαστε εμείς σήμερα: μισθωτοί χωρίς κανένα από τα δικαιώματα, από τις «σταθερές», που κατακτήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες με αγώνες, ακόμα και με αίμα.
Οι «πελάτες», λοιπόν, δεν είναι τίποτε άλλο από τους παλιούς καλούς εργοδότες, όπως παραδέχεται ο ΣΕΒ όταν απευθύνεται σε επιχειρηματίες και επενδυτές, και οι «τιμές» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος «μισθού», τέτοιου όμως που δεν εγγυάται ούτε καν την κάλυψη των απολύτως βασικών αναγκών μας. Γιατί κανείς δεν μας εγγυάται έναν μίνιμουμ αριθμό ωρών εργασίας, γιατί φορολογούμαστε από το πρώτο ευρώ σαν επιχειρηματίες, γιατί πληρώνουμε εισφορές με βάση, πολλές φορές, ανύπαρκτα εισοδήματα και με μηδενικό αντίκρισμα σε παροχές υγείας και σύνταξης, γιατί πληρώνουμε απ’ την τσέπη μας τα αποτελέσματα της εντατικοποίησης της δουλειάς μας, αυχενικά, τενοντίτιδες κλπ. που μας αφήνουν πολλές φορές εκτός δουλειάς, και τώρα, καλούμαστε να πληρώνουμε σε κάθε βήμα της την κατακερματισμένη γνώση που μας προσφέρεται και θα μας προσφέρεται, όχι από δωρεάν σχολεία και πανεπιστήμια –όσο, έστω, δωρεάν ήταν– αλλά μέσα από σεμινάρια, εταιρίες, ΜΚΟ, φορείς και παραφορείς, συλλόγους, ενώσεις γλωσσικών επαγγελμάτων, αλλά και από τα ίδια τα πανεπιστήμια με τα ΙΕΚ τους, τα μεταπτυχιακά τους με δίδακτρα – χωρίς εξαιρέσεις πια, σύμφωνα με το νέο νομοσχέδιο για την παιδεία. Μιλάμε για την περίφημη «πιστοποίηση», για ένα ατέλειωτο και δαπανηρό κυνήγι πόντων, προσόντων και πιστοποιητικών, που απαλλάσσει εργοδότες και κράτος από το κόστος της εκπαίδευσης, που ανοίγει νέα πεδία κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις, που δημιουργεί φτηνούς και πειθήνιους εργαζόμενους μιας χρήσης, που πάει χέρι-χέρι με την «πρακτική» και τη δια βίου εκπαίδευση. Μια δια βίου εκμετάλλευση, δηλαδή, που προωθείται γοργά από τις επιχειρήσεις και τις αγορές «τους», από την ΕΕ, από το κράτος, από ένα μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας, και από τις διάφορες πρόθυμες ενώσεις και επαγγελματίες που προσπαθούν να υλοποιήσουν αυτά τα σχέδια με το αζημίωτο.
Ατομική, λοιπόν, ευθύνη για την εκπαίδευση, ατομική ευθύνη για την ασφάλιση, για τα εργαλεία της δουλειάς, για όλα, και αμοιβές που δεν καλύπτουν ούτε τα βασικά. Και απέναντι σ’ αυτά τι; Τι μας προτείνεται συνήθως; Να είμαστε πιο εκπαιδευμένοι (φταίμε εμείς που δεν προσπαθούμε αρκετά) και να ζητάμε περισσότερα (στο πλαίσιο μιας ατομικής διαπραγμάτευσης του λύκου με το πρόβατο). Να ξεσκαρτάρουμε, όπως λέγεται, το επάγγελμα, λες και οι αμοιβές στα εδώ και χρόνια ρυθμισμένα επαγγέλματα με ορατότητα είναι καλύτερες – λες και οι χιλιάδες νέοι δικηγόροι και μηχανικοί τρώνε με χρυσά κουτάλια.
Ποια είναι τότε η λύση; Τι μπορούμε να κάνουμε; Η ίδια η ιστορία των κατακτήσεων των εργαζομένων μας δείχνει ότι οι ατομικές λύσεις δεν έχουν αποτέλεσμα. Δεν κερδήθηκε το 8ωρο ή η κυριακάτικη αργία ούτε με «επαγγελματική συνείδηση», ούτε με σεμινάρια επιμόρφωσης και ξεσκαρταρίσματα του επαγγέλματος από τους «κακούς» επαγγελματίες, ούτε με την ατομική διαπραγμάτευση. Κερδήθηκε με συλλογικούς αγώνες, με αλληλεγγύη, με επιμονή, με δυνατό ταξικό κίνημα, με δυνατά σωματεία, με οργάνωση. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να παλέψουμε για σταθερή δουλειά, για μισθούς και αμοιβές που θα ικανοποιούν τις ανάγκες μας και όχι τα κέρδη των λίγων, για δωρεάν υγεία και παιδεία, για κοινωνική ασφάλιση, για αφορολόγητο που θα μας επιτρέπει να ζούμε, για ανθρώπινους όρους δουλειάς. Όλα αυτά «θυμίζουν παρελθόν», μας λέει ο ΣΕΒ στο δελτίο του, ένα παρελθόν που «έχει φύγει ανεπιστρεπτί». Εμάς, πάντως, μας θυμίζουν τον μόνο τρόπο που μπορούμε να υπάρξουμε στο μέλλον!