* Ανοιχτή συζήτηση για την πιστοποίηση (με στοιχεία, τοποθετήσεις, κ.ο.κ.), στο δημόσιο φόρουμ του ΣΜΕΔ
Τα τελευταία χρόνια, και κυρίως το τελευταίο διάστημα, έχει ενταθεί η συζήτηση για την «πιστοποίηση» των μεταφραστών και διερμηνέων, κυρίως με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Γενικής Διεύθυνσης Μετάφρασης (ΓΔΜ). Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε το TransCert, τη χρηματοδότηση δύο ερευνών, μίας για το μέγεθος της γλωσσικής βιομηχανίας και μίας για το επάγγελμα του μεταφραστή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη δημιουργία δικτυακού τόπου για την καταγραφή στατιστικών στοιχείων για τη γλωσσική βιομηχανία, τη διοργάνωση συνεδρίων, ερευνών χαρτογράφησης του χώρου της μετάφρασης, κλπ.
Για ποιον λόγο παρατηρείται αυτό το ενδιαφέρον; Ποιο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται η συζήτηση για την πιστοποίηση; Και, τέλος, συμφέρει τους εργαζόμενους μεταφραστές/διερμηνείς η πιστοποίηση;
Πώς εξηγείται το έντονο ενδιαφέρον;
Η γλωσσική βιομηχανία είναι αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τις έρευνες που έχει δημοσιεύσει η ίδια η ΓΔΜ, ο πιο γοργά αναπτυσσόμενος κλάδος της οικονομίας στην ΕΕ (πάνω από 10% το χρόνο), ο οποίος επιπλέον δεν δείχνει να επηρεάζεται από την κρίση. Από 8,5 δις το 2008 προβλεπόταν να φτάσει τα 16,5-20 δις το 2015, ενώ σύμφωνα με τον Πρόεδρο του BDU, του γερμανικού συλλόγου διερμηνέων και μεταφραστών, ο ρυθμός ανάπτυξης της γερμανικής γλωσσικής βιομηχανίας έφτασε το 2010 στο 12-15%. Την ίδια στιγμή, οι δικές μας αμοιβές έπεσαν έως και στο μισό την τελευταία δεκαετία.
Επιπλέον, η δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης και επέκτασης των πολυεθνικών του κλάδου (π.χ. Lionbridge, SDL, HP, TransPerfect) είναι τεράστια. Σύμφωνα με τη διαδικτυακή πλατφόρμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη συλλογή στατιστικών στοιχείων (Language Industry Web Platform): «[…] κοινός στόχος μας [των επαγγελματιών, των εταιριών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ] είναι να αναδείξουμε έναν οικονομικό κλάδο με σημαντική δυναμική μεγέθυνσης, κάτι που έχει ζωτική σημασία για τις παγκόσμιες αγορές σήμερα». Η δυναμική αυτή οφείλεται σε πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων και οι εξής: α) Οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται ευέλικτο εργατικό δυναμικό, χωρίς ασφάλιση, χωρίς άδειες/δικαιώματα, με όλο το κόστος των εργαλείων και της εκπαίδευσης στην ουσία στην πλάτη του, το οποίο δεν είναι οργανωμένο και είναι επιπλέον κατακερματισμένο και απομονωμένο, με αμοιβές που συμπιέζονται συνεχώς όλο και περισσότερο. β) Μεγάλο μερίδιο αγοράς ανήκει ακόμα πανευρωπαϊκά σε μεμονωμένους μεταφραστές (50% εταιρίες, 50% freelancers το 2008) ή σε μικρές εταιρίες (βλ. Study on the size of the language industry in the EU, σ. 23-24). γ) Αυξάνεται ο όγκος της μετάφρασης συνολικά, και παράλληλα βελτιώνονται με γρήγορους ρυθμούς τα αντίστοιχα τεχνολογικά εργαλεία.
Επιπλέον, ο κλάδος θεωρείται στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη των επιχειρηματικών ομίλων κάθε κλάδου της οικονομίας όσον αφορά την επιτυχή είσοδό τους στις τοπικές αγορές, τις εξαγωγές κλπ. (παγκοσμιοποίηση, βλ. Δελτίο Τύπου Ευρωπαϊκής Επιτροπής).
Σε ποιο πλαίσιο γίνεται η συζήτηση για την πιστοποίηση;
Στο πλαίσιο του εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των εταιριών, απαιτείται ολοένα και μεγαλύτερη «ποιότητα» από τους μεταφραστές (ειδικά όσον αφορά την εξειδικευμένη ορολογία ειδικών τομέων της επιστήμης/τεχνολογίας, βλ. και «δίκτυο ορολογίας» της ΓΔΜ) καθώς και άλλα προσόντα (π.χ. χρήση μνημών μετάφρασης, προσαρμογή σε νέα τεχνολογικά περιβάλλοντα, εργασία υπό πίεση, εργασία στο πλαίσιο ομάδων), με σκοπό την απόκτηση όλο και μεγαλύτερων μεριδίων αγοράς και κερδών. Σε παγκόσμιο όμως επίπεδο και προκειμένου για πολυεθνικές εταιρίες-πελάτες, αυτή η ποιότητα και αυτά τα προσόντα πρέπει να πιστοποιούνται με ενιαίο, μετρήσιμο και αξιόπιστο τρόπο. Οι μεγάλες λοιπόν εταιρίες του χώρου είναι αυτές που περισσότερο από κάθε άλλον επιθυμούν ένα ενιαίο και συγκρίσιμο σύστημα πιστοποίησης μεταφραστών, όπως π.χ. το TransCert, συνδεδεμένο άμεσα με τις ανάγκες τις αγοράς (και όχι αναγκαστικά με ακαδημαϊκούς τίτλους: βλ. G. Budin et al., 'The TransCert Project: Ensuring that transnational translator certification meets stakeholder needs', Translation & Interpreting, Vol. 5, No. 1 (2013), σ. 146-7, και Study on the size of the language industry in the EU, σ. 24). Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό μετακυλίεται εξολοκλήρου η ευθύνη εκπαίδευσης στον μεμονωμένο μεταφραστή και οι εταιρίες μειώνουν τα έξοδα για in-house ή εξ αποστάσεως εκπαίδευση των μεταφραστών-συνεργατών τους, για έλεγχο ορολογίας από ειδικούς αναθεωρητές, για διαδικασίες εύρεσης και επιλογής των κατάλληλων μεταφραστών κλπ.
Ήδη, με βάση την ευρωπαϊκή αλλά και την ελληνική νομοθεσία (Συνθήκη της Μπολόνια, Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων, Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων) υλοποιείται η χαρτογράφηση διάφορων επαγγελμάτων και η αντιστοίχιση επαγγελματικών «προσόντων» στο πλαίσιο ενός ενιαίου και συγκρίσιμου συστήματος «μονάδων», τις οποίες ο εργαζόμενος θα καλείται να συγκεντρώνει (και να ανανεώνει συνεχώς) είτε από την τυπική και μη τυπική εκπαίδευση είτε και από την άτυπη μάθηση (δηλαδή π.χ. από απλήρωτη εργασία τύπου «πρακτικής άσκησης»: βλ. ΕΟΠΠΕΠ και ομιλία της Ι. Δέδε, Διευθύντριας Πιστοποίησης Προσόντων του ΕΟΠΠΕΠ στο Στρογγυλό Τραπέζι με τίτλο «Κι εσείς μεταφραστής, Γιόχαν Σεμπάστιαν;», στο Συνέδριο με τίτλο Το μέλλον των γλωσσικών επαγγελμάτων που διοργανώθηκε από τη ΓΔΜ Αθηνών και το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Σχολής Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά).
Συμφέρει η πιστοποίηση τους εργαζόμενους μεταφραστές/διερμηνείς;
Η δική μας απάντηση είναι σαφώς ΟΧΙ. Οι λόγοι, όπως θα έχει ήδη γίνει φανερό, είναι μεταξύ άλλων και οι εξής:
1) Οι μεταφραστές και διερμηνείς θα καλούνται να πληρώνουν οι ίδιοι για την «κατάρτισή» τους, η οποία θα χρειάζεται συνεχώς ανανέωση, θα είναι εφήμερη και προσωρινή, πλήρως εναρμονισμένη με τις κατά καιρούς ανάγκες των επιχειρήσεων. Θα αναγκάζονται να κυνηγούν συνεχώς μονάδες μέσω πρακτικής άσκησης σε γραφεία ή μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα πληρώνουν από την τσέπη τους. Σε μεγάλο βαθμό αυτό ισχύει ήδη στον δικό μας χώρο, ωστόσο με την πιστοποίηση θα επισημοποιηθεί.
2) Υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο ο ρόλος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (π.χ. του τμήματος του Ιονίου Πανεπιστημίου – το εξάμηνο εξωτερικού έχει ήδη κοπεί) και η εκπαίδευση του μεταφραστή μετατρέπεται σε ένα αποσπασματικό σύνολο «δεξιοτήτων», συνεχώς ελλιπών και εφήμερων.
3) Αυτή η κατάσταση ευνοεί την «απασχολησιμότητα» και την περαιτέρω υποτίμηση των προσόντων μας, τη μείωση μάλλον, παρά την αύξηση, των αμοιβών για τη συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων που δεν θα έχουν να πληρώνουν ακριβά μεταπτυχιακά, εξετάσεις πιστοποίησης, ιδιωτικά εκπαιδευτικά προγράμματα κλπ.
4) Εντείνεται ο περαιτέρω κατακερματισμός και ο ανταγωνισμός μεταξύ των συναδέλφων, η διαίρεσή τους σε βαθμίδες «ποιότητας», κάτι που υπονομεύει ακόμη περισσότερο την αλληλεγγύη και την ενότητα των εργαζομένων. Αντίθετα δε με μια αρκετά κοινή αντίληψη, η πιστοποίηση δεν πετάει εκτός αγοράς τους «κακούς» επαγγελματίες (όπως κι αν ορίζονται αυτοί), αφού τα συστήματα πιστοποίησης τύπου ΕΟΠΠΕΠ δεν αποκλείουν, απλώς διαβαθμίζουν, τα ήδη υπάρχοντα προσόντα. Όπως άλλωστε ισχύει και σε άλλα επαγγέλματα, και μάλιστα ήδη ρυθμισμένα, οι μη πιστοποιημένοι μεταφραστές θα μπορούν φυσικά να απασχολούνται από εταιρίες με βάση τα κριτήρια που ισχύουν και σήμερα, απλώς τα ονόματά τους δεν θα συμπεριλαμβάνονται ενδεχομένως στις προσφορές σε περίπτωση διαγωνισμών.
Επίσης, η πιστοποίηση δεν πρόκειται να βελτιώσει την «ποιότητα» των μεταφράσεων (όπως κι αν την εννοεί κανείς) και για τους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως και αφορούν την υποβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης συνολικά, αλλά και γιατί δεν επηρεάζει στο παραμικρό τις συνθήκες εργασίας των μεταφραστών που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα, δηλ. τις ασφυκτικές προθεσμίες, τις άθλιες μεταφραστικές μνήμες ή τις αμοιβές πείνας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ως ΣΜΕΔ θεωρούμε πως η «πιστοποίηση» δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζόμενων μεταφραστών και διερμηνέων και καλούμε τους συναδέλφους να ενημερωθούν και να αντιδράσουν δυναμικά.