ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ-ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ-ΔΙΟΡΘΩΤΩΝ
ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
1) Το παρόν υπόμνημα συντάχθηκε και υποβάλλεται από τον Σύλλογο Μεταφραστών-Επιμελητών-Διορθωτών (ΣΜΕΔ) στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Μετάφρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνέχεια της συνάντησης εκπροσώπων του ΣΜΕΔ με τον υπεύθυνο του Παραρτήματος της ΓΔ Μετάφρασης στην Αθήνα. Η συνάντηση διεξήχθη τον Ιούνιο του 2012 στα γραφεία της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με πρωτοβουλία της ΓΔ Μετάφρασης. Εκτός από τον ΣΜΕΔ συμμετείχαν εκπρόσωποι της Πανελλήνιας Ένωσης Επαγγελματιών Μεταφραστών Πτυχιούχων Ιονίου Πανεπιστημίου (ΠΕΕΜΠΙΠ) και της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταφραστών (ΠΕΜ).
2) Ο ΣΜΕΔ ιδρύθηκε το 2010 και σκοπό έχει τη συνδικαλιστική οργάνωση και εκπροσώπηση των αυτοαπασχολούμενων, μισθωτών και άνεργων μεταφραστών, επιμελητών και διορθωτών, οι οποίοι δεν τυγχάνουν ιδιοκτήτες εταιρειών συναφούς δραστηριότητας. Μέσα από την ύπαρξη και τη δράση του Συλλόγου επιδιώκεται η συνδικαλιστική ενοποίηση των μεταφραστών, των επιμελητών, των διορθωτών και άλλων συγγενών ειδικοτήτων όπως οι υποτιτλιστές και οι διερμηνείς, χωρίς να εξετάζονται τα χρόνια προϋπηρεσίας, οι τίτλοι σπουδών ή οποιαδήποτε άλλη διάκριση.
3) Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτελεί έναν ολοένα και σημαντικότερο δρώντα στα μεταφραστικά πράγματα, είτε ως παραγωγός πολιτικής σε τομείς που άπτονται της μετάφρασης είτε ως χρηματοδότης μεταφραστικού έργου και εργοδότης συναδέλφων μεταφραστών. Σκοπός του παρόντος υπομνήματος είναι η παρουσίαση των βασικών ζητημάτων που απορρέουν από την de facto εμπλοκή της ΕΕ στη μετάφραση, καθώς και των αιτημάτων του ΣΜΕΔ που σχετίζονται με αυτήν την εμπλοκή.
Προβλήματα που αφορούν την παρουσία της ΕΕ στο μεταφραστικό πεδίο
4) Το μεταφραστικό επάγγελμα στην Ελλάδα πλήττεται καταρχήν από τις ευρύτερες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα και διεθνώς, καθώς κι από την ασκούμενη οικονομική πολιτική που η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα μέτρα λιτότητας έχουν οδηγήσει σε αποστράγγιση της εκδοτικής και μεταφραστικής αγοράς, σε δραματική χειροτέρευση των όρων εργασίας των μεταφραστών και σε αφαίμαξη του εισοδήματός τους, όπως ισχύει και για όλους τους εργαζομένους γενικότερα. Παράλληλα, η υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου στροφή της εργατικής νομοθεσίας και των εργασιακών πρακτικών ενθαρρύνει την ασυνέπεια στην τήρηση των υποχρεώσεων έναντι των εργαζομένων από μεταφραστικά γραφεία και εκδοτικούς οίκους. Ως ΣΜΕΔ, καταδικάζουμε την επίθεση στα δικαιώματα και στους όρους εργασίας μας, και διεκδικούμε την απόσυρση των μέτρων που υποβαθμίζουν καθημερινά τη ζωή μας.
5) Πληθαίνουν οι περιπτώσεις μεταφραστικών γραφείων τα οποία ανέλαβαν μεταφραστικό έργο χρηματοδοτούμενο από την ΕΕ, παρέλαβαν τη σχετική χρηματοδότηση και τελικά άφησαν απλήρωτους τους εργαζόμενους μεταφραστές που είχαν επιτελέσει το σχετικό έργο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εταιρείας «Αρχέτυπον», η οποία έκλεισε εν μία νυκτί το Δεκέμβριο του 2009, αφήνοντας απλήρωτους δεκάδες συναδέλφους μας. Υπενθυμίζουμε ότι η συγκεκριμένη εταιρεία ήταν προνομιακός παραλήπτης μεταφραστικού έργου από ποικίλους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Δυστυχώς, παρά τις οχλήσεις των εργαζομένων, δεν υπήρξε καμία ουσιαστική ανταπόκριση της Ευρ. Επιτροπής μπροστά σε μία τόσο προκλητική κατάχρηση ευρωπαϊκών πόρων από τη συγκεκριμένη εταιρεία. Και βέβαια, η ΓΔ Μετάφρασης αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί για τις διαδικασίες επιλογής του αναδόχου και την έλλειψη μηχανισμών παρακολούθησης και ελέγχου της τήρησης των υποχρεώσεών του προς τους εργαζόμενους.
6) Παράλληλα, αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο εκδοτικών οίκων που έτυχαν χρηματοδότησης από την ΕΕ για την έκδοση βιβλίων, οι οποίοι δεν έχουν καταβάλει τα δεδουλευμένα σε εργαζόμενους μεταφραστές. Εδώ ξεχωρίζει η περίπτωση των Ελληνικών Γραμμάτων, εταιρείας που έκλεισε αφού είχε εξασφαλίσει μια ροή πόρων από την ΕΕ για την έκδοση εκπαιδευτικού υλικού, αφήνοντας απλήρωτους συναδέλφους μεταφραστές και επιμελητές.
7) Επιπροσθέτως, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις χορήγησης επιδοτήσεων σε εκδοτικούς οίκους από ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το πρόγραμμα Kultur/Culture, οι οποίες προορίζονται για τη μετάφραση αλλά οι εκδότες τις κρατάνε για άλλες ανάγκες τους. Το τοπίο είναι ιδιαίτερα θολό για τον μεταφραστή, εφόσον δεν του γνωστοποιείται πάντα η ύπαρξη της σχετικής χρηματοδότησης ούτε και αναφέρεται πάντα αυτή στο συμβόλαιο που υπογράφεται. Έτσι, ο εκδότης καρπώνεται χρήματα ευρωπαϊκής επιδότησης που θα έπρεπε να καταλήγουν άμεσα στο μεταφραστή.
8) Οι διαγωνισμοί ανάθεσης μεταφραστικού έργου της ΕΕ θέτουν συστηματικά όρους (ύψος κύκλου εργασιών κ.λπ.) που ευνοούν τις μεγάλες εταιρείες και αποκλείουν τον μεμονωμένο μεταφραστή. Αυτή η πρακτική είναι αδικαιολόγητη. Mια εταιρεία δεν μπορεί από μόνη της να παράγει οτιδήποτε –πόσο μάλλον ένα σύνθετο μεταφραστικό project– δίχως τη συμμετοχή του εργαζόμενου μεταφραστή. Επιπλέον, ο κύκλος εργασιών μιας εταιρείας δεν λέει τίποτα για την ποιότητα των παρεχόμενων μεταφραστικών υπηρεσιών, εφόσον σε τελική ανάλυση ο μεμονωμένος μεταφραστής είναι εκείνος που παρέχει τις υπηρεσίες, είτε (σπανιότατα) ως μισθωτός είτε ως «εξωτερικός συνεργάτης». Εφόσον, λοιπόν, αυτοί που καταλήγουν να επιτελούν το μεταφραστικό έργο των εταιρειών είναι μεμονωμένοι εργαζόμενοι, δεν δικαιολογείται ο έμμεσος αποκλεισμός αυτών των εργαζόμενων από τους διαγωνισμούς της ΕΕ, με δήθεν τεχνικά ουδέτερους όρους που ευνοούν τις εταιρείες.
9) Η συγκεκριμένη θέση μας ενισχύεται κι από το φαινόμενο της συλλογής βιογραφικών σημειωμάτων μεταφραστών εκ μέρους των εταιρειών, ώστε αυτές να παρουσιάζουν μια εικόνα υψηλών μεταφραστικών δεξιοτήτων και εμπειρίας στον εκάστοτε διαγωνισμό. Κάποιες φορές, οι μεταφραστές που καλούνται να συνεισφέρουν με τα προσόντα τους στην προετοιμασία μιας πρότασης συμμετοχής σε διαγωνισμό αντικαθίστανται από άλλους μεταφραστές με χαμηλότερες απαιτήσεις αμοιβής. Στην πραγματικότητα, η μόνη εγγύηση για το παρεχόμενο επίπεδο μεταφραστικών υπηρεσιών είναι η προώθηση της παρουσίας μεμονωμένων μεταφραστών ή κοινοπραξιών μεταφραστών, έναντι των εταιρειών που ως μόνο στόχο έχουν την τελική συμπίεση του κόστους με κάθε μέσο.
10) Η Ευρ. Επιτροπή συμμετέχει ενεργά στην πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Πιστοποίησης για Μεταφραστές (European Voluntary Certification for Translators – TransCert). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή συνεργάζεται ως και με την Ευρωπαϊκή Ένωση Συνδέσμων Μεταφραστικών Εταιρειών (European Union of Associations of Translation Companies), επικυρώνοντας τη διασύνδεση ιδιωτικού κεφαλαίου και ευρωπαϊκών θεσμών. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία γεννά έντονο προβληματισμό ως προς τη σκοπιμότητά της, εφόσον μέσω της πιστοποίησης προστίθεται ένα τεχνητό εμπόδιο στην ελεύθερη άσκηση του μεταφραστικού επαγγέλματος. Επίσης, υποβαθμίζονται οι ατομικές σπουδές του μεταφραστή, μεταφραστικές ή μη, καθώς και η συσσωρευμένη εργασιακή εμπειρία του. Η Ευρ. Επιτροπή είναι έτοιμη να παραχωρήσει τη διαχείριση της πιστοποίησης, άρα και των επαγγελματικών δικαιωμάτων των μεταφραστών, σε έναν ιδιωτικό κερδοσκοπικό φορέα. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο ενθαρρύνεται η εισβολή των δυνάμεων της αγοράς και των ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων στη μετάφραση, αλλά προστίθεται και ένα επιπλέον κόστος –το κόστος συμμετοχής στην πιστοποίηση– στον εργαζόμενο μεταφραστή. Ως ΣΜΕΔ είμαστε κάθετα αντίθετοι στο συγκεκριμένο εργαλείο πιστοποίησης, στο οποίο και θα αντιπαρατεθούμε με κάθε τρόπο.
11) Η Ευρ. Επιτροπή έχει εισαγάγει το θεσμό της πρακτικής στη μεταφραστική της υπηρεσία, προσφέροντας θέσεις «μαθητείας» (traineeships) πεντάμηνης διάρκειας με μηνιαία αποζημίωση σαφώς μικρότερη του επαγγελματία μεταφραστή. Το φαινόμενο των προγραμμάτων «πρακτικής» και «μαθητείας» έχει εξαπλωθεί και στην Ελλάδα, ενθαρρύνοντας την απλήρωτη ή κακοπληρωμένη εργασία και δημιουργώντας εργαζόμενους μεταφραστές πολλαπλών ταχυτήτων. Όταν αυτή η τάση επικυρώνεται από την Ευρ. Επιτροπή σε επίπεδο Βρυξελλών, προλειαίνεται το έδαφος για την προώθησή της και σε εθνικό επίπεδο. Ως ΣΜΕΔ είμαστε αντίθετοι με την απλήρωτη εργασία και τη θεσμοθέτησή της, είτε επιβάλλεται με τον μανδύα της «πρακτικής» είτε όχι.
12) Υπάρχει μία ανισομέρεια ανάμεσα στον όγκο του μεταφραστικού έργου των ευρωπαϊκών οργανισμών, και στον αριθμό των θέσεων επιμελητών που προκηρύσσονται. Αυτή η ανισομέρεια είναι αδικαιολόγητη, εφόσον η μετάφραση αποτελεί μοναχά το πρώτο στάδιο μεταφοράς ενός κειμένου από μια γλώσσα σε άλλη. Ο ρόλος του επιμελητή-διορθωτή είναι διακριτός και αυτόνομος, καθώς αυτός καλείται να εντοπίσει ορθογραφικά και εκφραστικά λάθη της μετάφρασης, να εφαρμόσει ένα ομοιόμορφο ύφος σε όλο το κείμενο και να εξασφαλίσει την εν γένει αναγνωσιμότητα και ευστοχία του κειμένου.
13) Όσον αφορά τις δυνατότητες οι οποίες προσφέρονται βάσει Ευρωπαϊκού Δικαίου σε σχέση με το καθεστώς πληρωμής μας, η Οδηγία 2011/7/ΕΕ προβλέπει ότι η πληρωμή ενός ελεύθερου επαγγελματία για συγκεκριμένο έργο πρέπει να γίνεται μέσα σε 30 μέρες από την παραλαβή του αντίστοιχου τιμολογίου ή της αντίστοιχης αίτησης για πληρωμή από τον οφειλέτη ή από την παροχή των υπηρεσιών. Η Οδηγία αυτή έχει προθεσμία ενσωμάτωσης στο ελληνικό δίκαιο ως την 16/3/2013. Εν τω μεταξύ εφαρμόζεται το ΠΔ 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2000/35/ΕΕ, με αντίστοιχες ρυθμίσεις επί του σχετικού θέματος. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή νομοθεσία ουσιαστικά δεν εφαρμόζεται, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις η καταβολή της αμοιβής λαμβάνει χώρα μετά από δύο, τρεις ή και περισσότερους μήνες από την παραλαβή του παραστατικού, γεγονός που προκαλεί μεγάλη δυσχέρεια και αβεβαιότητα σε όλους τους επαγγελματίες.
Αιτήματα του ΣΜΕΔ έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης
14) Από τα προαναφερθέντα ζητήματα απορρέει μια σειρά αιτημάτων που ο Σύλλογός μας απευθύνει προς την ΕΕ, ζητώντας την άμεση υλοποίησή τους. Συγκεκριμένα διεκδικούμε:
α) την εισαγωγή ρήτρας καλών εργασιακών πρακτικών σε κάθε ανάθεση μεταφραστικού έργου από την ΕΕ σε μεταφραστική εταιρεία. Το ίδιο προτείνουμε και για την περίπτωση ανάθεσης ή συγχρηματοδότησης εκδοτικού έργου από την ΕΕ σε εκδοτικό οίκο. Μια ρήτρα καλών εργασιακών πρακτικών οφείλει να περιλαμβάνει την έγκαιρη (εντός ενός μηνός) καταβολή των δεδουλευμένων, την καταβολή εύλογης αμοιβής, σε αναλογία με την αυξημένη συνθετότητα των κειμένων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, την υποχρεωτική σύναψη συμβάσεων έργου ή εξαρτημένης εργασίας και την αμέριστη και δωρεάν παροχή τεχνικής υποστήριξης από την εταιρεία προς το μεταφραστή. Ο μη σεβασμός της ρήτρας καλών εργασιακών πρακτικών θα πρέπει να συνεπάγεται την επιβολή προστίμου και τον αποκλεισμό της εταιρείας από μελλοντικούς διαγωνισμούς.
β) την παράλληλη διενέργεια αυστηρότατων ελέγχων εκ μέρους της ΕΕ σε εταιρείες-υποψήφιους παραλήπτες χρηματοδότησής της για την επιτέλεση μεταφραστικού έργου, ως προς την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας και την υιοθέτηση καλών εργασιακών πρακτικών προς τους εργαζόμενούς τους. Ο σεβασμός των εργατικών δικαιωμάτων εκ μέρους της εργοδοσίας οφείλει να ενταχθεί ως κριτήριο στην κουλτούρα λειτουργίας της ΕΕ, πλάι στα υπόλοιπα τεχνικο-οικονομικά κριτήρια που εφαρμόζει στις σχέσεις της με τις εταιρείες. Περαιτέρω, ο συγκεκριμένος έλεγχος πρέπει να διενεργείται πριν την οποιαδήποτε ανάθεση έργου και όχι εκ των υστέρων, όταν η εταιρεία έχει ήδη «επιβραβευθεί» για την ασυδοσία της με επιπλέον συμβόλαια και χρηματοδότηση. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε στοιχειώδες μέτρο την εγκαθίδρυση ελεγκτικού μηχανισμού που θα υποδέχεται καταγγελίες και παράπονα από μεμονωμένους μεταφραστές και θα προχωρά στην ακύρωση της σύμβασης μεταξύ του εκάστοτε ευρωπαϊκού θεσμού και της εταιρείας σε περίπτωση παράβασης εκ μέρους της δεύτερης.
γ) την αναδιοργάνωση των μεταφραστικών διαγωνισμών της ΕΕ ώστε να μην αφορούν de facto μόνο μεταφραστικά γραφεία, αλλά και μεμονωμένους επαγγελματίες μεταφραστές καθώς και κοινοπραξίες μεμονωμένων μεταφραστών. Σε περίπτωση που το έργο αναλαμβάνεται από εταιρεία και όχι από μεμονωμένο μεταφραστή ή κοινοπραξία μεταφραστών, θα πρέπει η εταιρεία να γνωστοποιεί στους μεταφραστές το χρηματικό ύψος του έργου και να καταθέτει στην ΕΕ συμβάσεις έργου με τους εργαζόμενούς της.
δ) την παύση εκ μέρους της ΕΕ οποιασδήποτε προσπάθειας εισαγωγής εργαλείων πιστοποίησης του μεταφραστικού επαγγέλματος, καθώς και την απόσυρση των σχετικών σχεδίων. Η τρέχουσα εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ανάπτυξη του TransCert κρίνεται απαράδεκτη και πρέπει να σταματήσει. Δεν νοείται εταιρείες πιστοποίησης και ευρωπαίοι αξιωματούχοι να αποφασίζουν για τη φύση, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις της μεταφραστικής εργασίας, με τους εν τοις πράγμασι αρμόδιους –τους εργαζόμενους μεταφραστές– απόντες.
ε) την κατάργηση του θεσμού της πρακτικής/μαθητείας σε επίπεδο Ευρ. Επιτροπής, ή εναλλακτικά την εξίσωση των απολαβών της θέσης μαθητείας με εκείνες της θέσης μόνιμου μεταφραστή, ώστε να μη δημιουργούνται επαγγελματίες πολλών ταχυτήτων και να μη διαστρεβλώνεται η αγορά εργασίας.
στ) την υποχρέωση καταβολής του συνόλου της αμοιβής που προέρχεται από ευρωπαϊκά προγράμματα επιδότησης μετάφρασης, από τον εκδοτικό οίκο στο μεταφραστή. Αυτή η υποχρέωση πρέπει να κατοχυρωθεί στην πράξη μέσω ελέγχων, ή εναλλακτικά μέσω της άμεσης χρηματοδότησης του μεταφραστή από την ΕΕ, χωρίς τη διαμεσολάβηση του εκδοτικού οίκου.
ζ) την αύξηση των προσλήψεων επιμελητών-διορθωτών από τις μεταφραστικές υπηρεσίες των ευρωπαϊκών οργανισμών, σε βαθμό που να αντανακλά τον όγκο του μεταφραστικού έργου εντός τους.
η) την εγκαθίδρυση μόνιμου διαύλου επικοινωνίας μεταξύ του ΣΜΕΔ και της ΓΔ Μετάφρασης για την προώθηση καταγγελιών γύρω από εργοδοτικές παραβάσεις στο μεταφραστικό χώρο, καθώς και για ευρύτερη διαβούλευση.
Σε κάθε περίπτωση, αν η Κομισιόν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την κατάσταση του μεταφραστικού κλάδου, ας αφουγκραστεί τα αιτήματα και ας αποκτήσει σαφή εικόνα της πραγματικότητας που ο μεμονωμένος επαγγελματίας μεταφραστής, επιμελητής και διορθωτής βιώνει σε εθνικό επίπεδο. Αυτή η πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με τη βιτρίνα των εταιρικών ιστοσελίδων και των δημοσίων σχέσεων εκείνων που η ΕΕ και οι θεσμοί της επιλέγουν ως προνομιακούς συνομιλητές τους στο πεδίο της μετάφρασης.
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ-ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ-ΔΙΟΡΘΩΤΩΝ