Πληθαίνουν τους τελευταίους μήνες οι καταγγελίες συναδέλφων για
μεταφραστικά γραφεία που καθυστερούν να πληρώσουν πολλούς μήνες μετά την παράδοση της δουλειάς και την έκδοση του νόμιμου παραστατικού (τιμολογίου ή απόδειξης παροχής υπηρεσιών). Έτσι, οι συνάδελφοι, εκτός του ότι καταλήγουν να δουλεύουν αμισθί για μεγάλο χρονικό διάστημα και να γίνονται, εκόντες άκοντες, «συνέταιροι» των γραφείων αυτών στις ζημιές (αλλά ποτέ στα κέρδη), βρίσκονται επίσης υποχρεωμένοι να αποδίδουν ΦΠΑ τον οποίο δεν έχουν εισπράξει, συμβάλλοντας ιδίοις εξόδοις στην τόνωση των κρατικών εσόδων από την «εμπορική δραστηριότητα» στη χώρα.
Την απαράδεκτη αυτή κατάσταση υποθάλπουν όχι μόνο μικρής εμβέλειας μεταφραστικά γραφεία, από αυτά που ξεφυτρώνουν εδώ και χρόνια σαν τα μανιτάρια ανά την επικράτεια (χαρακτηριστικό παράδειγμα, το γραφείο-φαντομάς
Intertext-Ιωάννης Τσεβρεμές στην Καβάλα, που έχει αφήσει απλήρωτους πολλούς συναδέλφους), αλλά και γνωστές εταιρείες του χώρου, όπως η
Intetranslations και η
Texto. Στην
Intertranslations, η πληρωμή «έναντι» και η έκδοση παραστατικών πληρωμής «επί πιστώσει» έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο,
με τις καθυστερήσεις να ξεπερνούν ακόμα και τους έξι μήνες και τους συναδέλφους να αναγκάζονται να κυνηγούν κυριολεκτικά τους υπεύθυνους για να πληρωθούν ένα μέρος της αμοιβής τους για τη δουλειά τους. Από την άλλη, η
Texto, όπου η πρακτική του «Δεν Πληρώνω» φαίνεται πως έχει συστηματοποιηθεί περισσότερο, έχει φροντίσει να ειδοποιήσει επίσημα, από τον Νοέμβριο του 2011, τους συναδέλφους ότι
οι καθυστερήσεις στις πληρωμές θα ανέρχονται στους τρεις μήνες, αν και στην πράξη εφαρμόζεται ακόμα και το τετράμηνο.
Ο
Σύλλογος Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών έχει καταγγείλει πολλές φορές το απαράδεκτο φορολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς του «ελεύθερου επαγγελματία» που έχει επιβληθεί από το κράτος σε όλους όσοι εργαζόμαστε, μέσα σε συνθήκες ακραίας επισφάλειας, ως «εξωτερικοί» μεταφραστές, επιμελητές και διορθωτές. Η πανάκριβη αυτασφάλιση στον ΟΑΕΕ, ανεξάρτητα από το αν έχουμε δουλειά ή όχι, η αναγκαστική και άμεση εξάρτηση της πληρωμής μας από τις διακυμάνσεις της αγοράς (όταν οι πελάτες δεν πληρώνουν την εταιρεία-εργοδότη μας, ούτε εμείς πληρωνόμαστε για τη δουλειά που έχουμε ήδη κάνει για την τελευταία…), η υποχρέωσή μας πλέον να «μπαίνουμε μέσα» οικονομικά για να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε, χωρίς να δικαιούμαστε ποτέ ούτε άδειες ούτε επιδόματα ούτε ταμείο ανεργίας ούτε αποζημιώσεις, συνθέτουν σταθερά την καθημερινότητα της δουλειάς μας.
Κι όμως, σε μια περίοδο που η εργατική νομοθεσία καταργείται συλλήβδην (με τον βασικό μισθό να φτάνει σε επίπεδα πείνας, τις κλαδικές συμβάσεις να πνέουν τα λοίσθια και τις μαζικές απολύσεις σχεδόν να νομιμοποιούνται), εμείς, οι επισφαλώς εργαζόμενοι, οι φερώνυμοι «ελεύθεροι επαγγελματίες», οι τελευταίοι τη τάξει «προμηθευτές», όπως μας αποκαλούν οι εργοδότες-«πελάτες» μας, φαίνεται ότι διατηρούμε ακόμα ένα νομικό όπλο για την υπεράσπιση του πιο θεμελιώδους δικαιώματός μας: να πληρωνόμαστε για τη δουλειά μας.
Τόσο οι συνάδελφοι, λοιπόν, όσο και εταιρείες σαν τις προαναφερθείσες, που στελεχώνουν δυναμικά το εργοδοτικό ρεύμα «Δεν Πληρώνω» της εποχής μας, ας έχουν υπόψη ότι βρίσκεται ακόμα σε ισχύ το
Προεδρικό Διάταγμα 166/2003 (δείτε το
εδώ), «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», το οποίο πρόκειται να προσαρμοστεί το αργότερο τον Μάρτιο του 2013 στην
Οδηγία 2011/7/ΕΕ (δείτε την
εδώ). Αμφότερα τα νομοθετήματα προβλέπουν ότι
μια εταιρεία οφείλει να πληρώνει την ημερομηνία που αμοιβαία συμφωνήθηκε ή (αν δεν συμφωνήθηκε τέτοια ημερομηνία) μέσα σε τριάντα ημερολογιακές ημέρες από την παροχή της τιμολογούμενης υπηρεσίας (σε περίπτωση που λήπτης της υπηρεσίας είναι το Δημόσιο, το χρονικό όριο για την πληρωμή γίνεται εξήντα ημέρες). Επιπλέον,
αν μια εταιρεία καθυστερήσει πέραν αυτού του ορίου να πληρώσει, με δική της υπαιτιότητα, μπορούν να της επιβληθούν τόκοι υπερημερίας (με σημερινό επιτόκιο ΕΚΤ + 7 ποσοστιαίες μονάδες) για το διάστημα καθυστέρησης της πληρωμής.
[
Ενημέρωση 2013: Η Οδηγία 2011/7/ΕΕ ενσωματώθηκε, πράγματι, στο εγχώριο δίκαιο με τον Νόμο 4152/2013. Δείτε τον
εδώ (Άρθρο Α΄, Παράγραφος Ζ΄).]
Αυτές οι προβλέψεις, βέβαια, δεν ισχύουν αυτομάτως και αυτοδικαίως, αλλά μόνο σε περίπτωση καταγγελίας και νομικής διεκδίκησης από μέρους των συναδέλφων: η νομοθεσία δυστυχώς δρα εδώ αποτρεπτικά, δηλαδή δεν εφαρμόζεται πραγματικά παρά μόνο αν κανείς ζητήσει νομικά (μέσω μήνυσης ή αγωγής) την εφαρμογή της. Και αυτό ακριβώς καλούμε εδώ και καιρό τους συναδέλφους να κάνουν. Αν και γνωρίζουμε ότι η νομική δράση δεν είναι παρά μια εξατομικευμένη, και γι’ αυτό αδύναμη όσο και δαπανηρή, μορφή υπεράσπισης των δικαιωμάτων μας, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι αφενός έχει αξία παραδείγματος, καθώς παράγει δεδικασμένα, και αφετέρου μπορεί να πάρει χαρακτήρα συλλογικής δράσης,
εφόσον περισσότεροι του ενός συνάδελφοι κινηθούν έγκαιρα και συντονισμένα, με την υποστήριξη του Συλλόγου μας.
Είναι πια επιτακτικό να ξεπεράσουμε τον φόβο και την ανασφάλεια της προσωπικής μας αντιπαράθεσης με τον επιχειρηματία-εργοδότη-«πελάτη» (που μπορεί «να μας κόψει τη δουλειά», «να μας βγάλει κακό όνομα», κ.ο.κ.)
και να οργανωθούμε συλλογικά, να συγκροτήσουμε ένα κοινό μέτωπο συναδελφικής αλληλεγγύης για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την ολοένα πιο ζοφερή πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω μας. Για τον σκοπό αυτό,
καμιά δράση, συνδικαλιστική ή νομική, δεν είναι απρόσφορη, αρκεί να είναι έγκαιρη και συλλογική.
Σε αυτό το πνεύμα, καλούμε όλους τους συναδέλφους, ιδίως όσους έχουν οφειλές από μεταφραστικά γραφεία σαν τα προαναφερθέντα, να έρθουν σε επαφή με τον Σύλλογο, προκειμένου να συντονίσουμε συλλογικά τη δράση μας για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων μας.
Μόνο ενωμένοι και αποφασισμένοι μπορούμε να αντισταθούμε στη λεηλασία της ζωής μας.