Βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα, στη Βόρεια Αμερική, και πιο συγκεκριμένα στα νησιά της Τζόρτζια: εκεί, μαύροι απελεύθεροι σκλάβοι, φορτοεκφορτωτές πλοίων, είχαν συχνά να υποστούν την κυνική εξαπάτηση πονηρών καπετάνιων που, αφού εκμεταλλεύονταν τη δουλειά των φορτοεκφορτωτών, σάλπαραν μέσα στη νύχτα για να αποφύγουν να τους πληρώσουν.
Τότε, πριν από την καθιέρωση της μισθωτής εργασίας και την άνοδο του εργατικού κινήματος, οι πρόγονοί μας αυτοί ελάχιστα μέσα είχαν στη διάθεσή τους για να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους: ούτε εργατική νομοθεσία, ούτε συνδικάτα, ούτε κράτος πρόνοιας που θα έσπευδε να επανορθώσει τις αδικίες σε βάρος τους. Τις περισσότερες φορές έλυναν τους λογαριασμούς τους με το «έτσι θέλω», αφήνοντας συγχρόνως ως παρακαταθήκη των διαμαρτυριών τους τραγούδια βγαλμένα κατευθείαν από την αφρικανική καταγωγή τους, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα σώματά τους ως μουσικά όργανα. Όντας αποκομμένοι από το χωνευτήρι της αμερικανικής ενδοχώρας, οι απελεύθεροι της Τζόρτζια είχαν διατηρήσει έντονη τη λαϊκή παράδοση των σκλάβων προγόνων τους.
Βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, σε μια γωνιά του προηγμένου καπιταλιστικού κόσμου, και πιο συγκεκριμένα στη μνημονιακή Ελλάδα: εδώ, συνάδελφοι κάθε λογής, εξειδικευμένοι στη δουλειά τους, έχουν συχνά να υποστούν την κυνική εξαπάτηση πονηρών εργοδοτών που, αφού εκμεταλλευτούν τη δουλειά των συναδέλφων, καταφεύγουν σε χίλια δύο τεχνάσματα για να αποφύγουν να τους πληρώσουν.
Τώρα, μετά τη διάλυση της μισθωτής εργασίας και την παρακμή του εργατικού κινήματος, οι σύγχρονοί μας αυτοί ελάχιστα μέσα έχουν στη διάθεσή τους για να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους: ούτε εργατική νομοθεσία (καταργήθηκε στην πράξη), ούτε συνδικάτα (τα πήρε μαζί της η κατάρρευση της εργατικής νομοθεσίας, η γραφειοκρατικοποίηση και η ενσωμάτωση των συνδικαλιστών), ούτε κράτος πρόνοιας (και τα τελευταία ίχνη του εξαφανίστηκαν χάριν της «ανάπτυξης» και της «επιχειρηματικής πρωτοβουλίας»). Το πώς λύνονται οι λογαριασμοί σήμερα, με εργοδότες που αντιμετωπίζουν τους «εσωτερικούς» εργαζόμενούς τους ως κορόιδα και τους «εξωτερικούς» ως (συμμέτοχους στα χρέη) «συνεργάτες-προμηθευτές», παραμένει συλλογικό μας ζητούμενο.
Ανακαλώντας τη χρονιά που τελειώνει και υποδεχόμενοι τη χρονιά που αρχίζει, επιστρέφουμε στον 19ο αιώνα, αυτό το τόσο σύγχρονο παρελθόν μας: αρκεί να κοιτάξουμε προς το μέρος των ολοένα περισσότερων απλήρωτων εργαζομένων (π.χ. του Alter ή της Ελευθεροτυπίας) και των αναρίθμητων συναδέλφων, μεταφραστών κι επιμελητών-διορθωτών, που αγωνίζονται για το αυτονόητο – να πληρώνονται για τη δουλειά τους. Κι έτσι ακούμε ξανά, σαν απολύτως συγκαιρινά μας, τα τραγούδια εκείνων των απελεύθερων σκλάβων, όπως μας τα μεταφέρει η λαϊκή παράδοση των ημερών μας.
Τότε, πριν από την καθιέρωση της μισθωτής εργασίας και την άνοδο του εργατικού κινήματος, οι πρόγονοί μας αυτοί ελάχιστα μέσα είχαν στη διάθεσή τους για να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους: ούτε εργατική νομοθεσία, ούτε συνδικάτα, ούτε κράτος πρόνοιας που θα έσπευδε να επανορθώσει τις αδικίες σε βάρος τους. Τις περισσότερες φορές έλυναν τους λογαριασμούς τους με το «έτσι θέλω», αφήνοντας συγχρόνως ως παρακαταθήκη των διαμαρτυριών τους τραγούδια βγαλμένα κατευθείαν από την αφρικανική καταγωγή τους, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα σώματά τους ως μουσικά όργανα. Όντας αποκομμένοι από το χωνευτήρι της αμερικανικής ενδοχώρας, οι απελεύθεροι της Τζόρτζια είχαν διατηρήσει έντονη τη λαϊκή παράδοση των σκλάβων προγόνων τους.
Βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, σε μια γωνιά του προηγμένου καπιταλιστικού κόσμου, και πιο συγκεκριμένα στη μνημονιακή Ελλάδα: εδώ, συνάδελφοι κάθε λογής, εξειδικευμένοι στη δουλειά τους, έχουν συχνά να υποστούν την κυνική εξαπάτηση πονηρών εργοδοτών που, αφού εκμεταλλευτούν τη δουλειά των συναδέλφων, καταφεύγουν σε χίλια δύο τεχνάσματα για να αποφύγουν να τους πληρώσουν.
Τώρα, μετά τη διάλυση της μισθωτής εργασίας και την παρακμή του εργατικού κινήματος, οι σύγχρονοί μας αυτοί ελάχιστα μέσα έχουν στη διάθεσή τους για να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους: ούτε εργατική νομοθεσία (καταργήθηκε στην πράξη), ούτε συνδικάτα (τα πήρε μαζί της η κατάρρευση της εργατικής νομοθεσίας, η γραφειοκρατικοποίηση και η ενσωμάτωση των συνδικαλιστών), ούτε κράτος πρόνοιας (και τα τελευταία ίχνη του εξαφανίστηκαν χάριν της «ανάπτυξης» και της «επιχειρηματικής πρωτοβουλίας»). Το πώς λύνονται οι λογαριασμοί σήμερα, με εργοδότες που αντιμετωπίζουν τους «εσωτερικούς» εργαζόμενούς τους ως κορόιδα και τους «εξωτερικούς» ως (συμμέτοχους στα χρέη) «συνεργάτες-προμηθευτές», παραμένει συλλογικό μας ζητούμενο.
Ανακαλώντας τη χρονιά που τελειώνει και υποδεχόμενοι τη χρονιά που αρχίζει, επιστρέφουμε στον 19ο αιώνα, αυτό το τόσο σύγχρονο παρελθόν μας: αρκεί να κοιτάξουμε προς το μέρος των ολοένα περισσότερων απλήρωτων εργαζομένων (π.χ. του Alter ή της Ελευθεροτυπίας) και των αναρίθμητων συναδέλφων, μεταφραστών κι επιμελητών-διορθωτών, που αγωνίζονται για το αυτονόητο – να πληρώνονται για τη δουλειά τους. Κι έτσι ακούμε ξανά, σαν απολύτως συγκαιρινά μας, τα τραγούδια εκείνων των απελεύθερων σκλάβων, όπως μας τα μεταφέρει η λαϊκή παράδοση των ημερών μας.
Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά σε όλες και όλους μας!