Πρακτικά
Πρωτοβουλίας Μεταφραστών Επιμελητών
25ης Ιανουαρίου 2009
Πρωτοβουλίας Μεταφραστών Επιμελητών
25ης Ιανουαρίου 2009
Στη δεύτερη, πολυπληθή, συνάντηση της Πρωτοβουλίας, για την οποία αρκετοί ενημερώθηκαν από τον Τύπο, συζητήθηκαν θέματα που θα μας απασχολήσουν στο μέλλον, άμεσο και απώτερο, και διεξοδικότερα συζητήθηκαν οι μορφές νομικής ύπαρξης της Πρωτοβουλίας, αν δηλαδή θα συσταθεί σωματείο ή σύλλογος.
Αφού διαβάστηκαν τα πρακτικά της προηγούμενης συνάντησης, προκειμένου να ενημερωθούν και όσοι/ες δεν ήταν παρόντες/παρούσες σε αυτή, το λόγο πήρε ο δικηγόρος κύριος Σπύρος Κόκοττας, ο οποίος μας εξήγησε ότι υπάρχει η δυνατότητα σύστασης ενός επαγγελματικού σωματείου, όπου όμως τα μέλη θα μπορούσαν να είναι μόνο ελεύθεροι επαγγελματίες, ή ενός συλλόγου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ποικιλία στα μέλη. Η ύπαρξη καταστατικού είναι απαραίτητη για το όργανο που θα μας εκπροσωπεί, το οποίο σε πρώτη φάση, μέχρι τη δικαστική έγκριση, θα διαθέτει μια προσωρινή διοικούσα επιτροπή, ενώ μετά την έγκριση θα πρέπει να πραγματοποιηθούν αρχαιρεσίες. ΠΡΙΝ όμως από τη σύνταξη του καταστατικού, εμείς πρέπει να αποφασίσουμε ποιους θα δεχόμαστε ως μέλη, ώστε αυτό να οριστεί στο καταστατικό, μαζί επίσης με την έδρα του οργάνου μας και το σκοπό αυτού.
Στη συζήτηση που ακολούθησε ως προς το ποια θα είναι τα μέλη, τέθηκε το ερώτημα γιατί οι μεταφραστές δεν «βολεύονται» με τα ήδη υπάρχοντα σωματεία, ενώσεις κ.λπ. που τους εκπροσωπούν, και κατά πόσο είναι εφικτό να είναι δραστήριο και αποτελεσματικό ένα όργανο που θα φιλοξενεί και μεταφραστές και επιμελητές. Από διάφορες παρεμβάσεις φάνηκε ότι η εντύπωση των περισσοτέρων είναι ότι οι υπάρχοντες σύλλογοι των μεταφραστών ή είναι ανενεργοί ή δεν ενδιαφέρονται να ενημερώσουν και να κινητοποιήσουν έναν κόσμο που θα ήθελε να συμμετέχει. Επίσης επισημάνθηκε το ενδεχόμενο −το οποίο απευχόμαστε!− να προστεθεί ένας ακόμη ανάλογος σύλλογος, δηλαδή ο δικός μας. Σε αυτό το σημείο αρκετοί επισήμαναν ότι ένας λόγος που τους έφερε σε αυτή τη συνάντηση είναι και η πρόθεση της Πρωτοβουλίας, και σε ό,τι αυτή εξελιχθεί, να κατοχυρώσει κάποια δικαιώματα, οικονομικά ή άλλα, που θα διευκολύνουν κατά κάποιο τρόπο τη δουλειά μας, αλλά και θα μας διασφαλίζουν απέναντι στους εργοδότες (όποιοι μπορεί να είναι αυτοί) ή ακόμα και στο κράτος. Εδώ τέθηκε και το ζήτημα της ποιότητας της δουλειάς του καθενός, και το αν θα «αξίζει» ή όχι να ανήκει ο οποιοσδήποτε σε αυτή τη συλλογικότητα, από την παρέμβαση όμως πολλών, και σε επόμενες φάσεις της συζήτησης, κρίθηκε ότι αυτή η παράμετρος δεν πρέπει να αποτελεί κριτήριο για τη συμμετοχή κάποιου, αφού ούτε θέλουμε/μπορούμε να κρίνουμε τη δουλειά ενός συναδέλφου, ούτε σημαίνει ότι όποιος είναι μέλος ενός συλλόγου είναι από τους καλύτερους. Ο σύλλογος δεν έχει ρόλο επιμελητηρίου. Άλλωστε, σκοπός μας είναι να κατοχυρωθούμε αρχικά ως προς τις ελάχιστες οικονομικές διεκδικήσεις μας, και πέραν αυτών, επαφίεται στον καθένα να διαπραγματεύεται την όποια παραπάνω αμοιβή του. Πάντως οι περισσότεροι σύμφωνοι ήταν ότι το λίγο ή πολύ που έχει κατακτήσει ο καθένας για τον εαυτό του, θα ήθελε να το κατοχυρώσει και για τους υπόλοιπους, λιγότερο «τυχερούς». Η συζήτηση αυτή κατέληξε στο ότι αν θέλουμε να έχουμε έναν σύλλογο ισχυρό, που να μπορεί να διαπραγματεύεται με αξιώσεις, θα πρέπει να έχει πολλά μέλη και άρα μέλη του μπορούν να είναι όσοι εργάζονται στο χώρο της μετάφρασης-επιμέλειας (και όχι μόνο του βιβλίου), τους ενδιαφέρει η δουλειά του συλλόγου μας, πληρώνουν σε αυτόν μια συνδρομή, και αναζητούν δουλειά στο χώρο με βάση τις διεκδικήσεις και τα μίνιμουμ (π.χ. στις αμοιβές) που ο σύλλογος θέτει ως βάση. Εξάλλου, ο διαχωρισμός που τέθηκε ως προς τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους μισθωτούς, εν τέλει κρίναμε ότι δεν πρέπει να μας απασχολεί, αφού είναι πιθανό ένας άνθρωπος να έχει και τους δύο ρόλους συγχρόνως, ή τη μια μέρα να είναι σε μια μισθωτή σχέση εργασίας και την επομένη όχι, άρα από τη διαγραφή και την επανεγγραφή του θα προκύψει πρακτικό πρόβλημα.
Σημαντικό αναδύθηκε, όπως και στην προηγούμενη συνάντηση, το θέμα της ασφάλισης-διασφάλισης των εργαζομένων στο χώρο. Επιπλέον, όταν παρουσιάστηκαν κάποιες συμβάσεις έργου που καλούνται να υπογράφουν πλέον οι επιμελητές, ανάλογες με αυτές που υπογράφουν και οι μεταφραστές, προτάθηκε (ως ιδέα) τα μέλη του συλλόγου, εφόσον συσταθεί, να προτείνουν στους εργοδότες μια σύμβαση που θα έχει συνταχθεί με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας και όχι αυτή που μας προτείνουν οι εργοδότες.
Έγιναν αρκετές επισημάνσεις ως προς το ποια θα είναι τα μέσα πίεσης που διαθέτουμε και καταλήξαμε ότι το μεγαλύτερο όπλο μας θα είναι ένα ισχυρό σωματείο.
Ο σκοπός του σωματείου παρουσιάστηκε διττός: συνδικαλιστικός αλλά και η δράση μας και η στάση μας ως ομάδας απέναντι στους διάφορους φορείς.
Τέλος διατυπώθηκε και η ανάγκη επαφής και ανταλλαγής μεταξύ μας, και κυρίως μεταξύ των επιμελητών και των μεταφραστών.
Αφού ο δικηγόρος μάς διαβεβαίωσε ότι το σωματείο ή ο σύλλογος (τόνισε δε ότι όλα σωματεία είναι) δεν διαφέρουν ως προς την αποτελεσματικότητα των διεκδικήσεων τους, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε σύλλογο. Η επόμενη συνάντηση που ορίστηκε για τις 15 Φεβρουαρίου, άγνωστο ακόμη πού, θα αφιερωθεί στη συζήτηση επί του καταστατικού, το οποίο θα έχει ετοιμάσει ο δικηγόρος, πέρα από κάποια στάνταρ που τα ξέρει ο ίδιος και είναι λίγο πολύ κοινά σε όλα τα καταστατικά ανάλογων συλλόγων. Επίσης πρέπει να αποφασιστεί ποια θα δηλώσουμε ως έδρα μας.
Αφού διαβάστηκαν τα πρακτικά της προηγούμενης συνάντησης, προκειμένου να ενημερωθούν και όσοι/ες δεν ήταν παρόντες/παρούσες σε αυτή, το λόγο πήρε ο δικηγόρος κύριος Σπύρος Κόκοττας, ο οποίος μας εξήγησε ότι υπάρχει η δυνατότητα σύστασης ενός επαγγελματικού σωματείου, όπου όμως τα μέλη θα μπορούσαν να είναι μόνο ελεύθεροι επαγγελματίες, ή ενός συλλόγου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ποικιλία στα μέλη. Η ύπαρξη καταστατικού είναι απαραίτητη για το όργανο που θα μας εκπροσωπεί, το οποίο σε πρώτη φάση, μέχρι τη δικαστική έγκριση, θα διαθέτει μια προσωρινή διοικούσα επιτροπή, ενώ μετά την έγκριση θα πρέπει να πραγματοποιηθούν αρχαιρεσίες. ΠΡΙΝ όμως από τη σύνταξη του καταστατικού, εμείς πρέπει να αποφασίσουμε ποιους θα δεχόμαστε ως μέλη, ώστε αυτό να οριστεί στο καταστατικό, μαζί επίσης με την έδρα του οργάνου μας και το σκοπό αυτού.
Στη συζήτηση που ακολούθησε ως προς το ποια θα είναι τα μέλη, τέθηκε το ερώτημα γιατί οι μεταφραστές δεν «βολεύονται» με τα ήδη υπάρχοντα σωματεία, ενώσεις κ.λπ. που τους εκπροσωπούν, και κατά πόσο είναι εφικτό να είναι δραστήριο και αποτελεσματικό ένα όργανο που θα φιλοξενεί και μεταφραστές και επιμελητές. Από διάφορες παρεμβάσεις φάνηκε ότι η εντύπωση των περισσοτέρων είναι ότι οι υπάρχοντες σύλλογοι των μεταφραστών ή είναι ανενεργοί ή δεν ενδιαφέρονται να ενημερώσουν και να κινητοποιήσουν έναν κόσμο που θα ήθελε να συμμετέχει. Επίσης επισημάνθηκε το ενδεχόμενο −το οποίο απευχόμαστε!− να προστεθεί ένας ακόμη ανάλογος σύλλογος, δηλαδή ο δικός μας. Σε αυτό το σημείο αρκετοί επισήμαναν ότι ένας λόγος που τους έφερε σε αυτή τη συνάντηση είναι και η πρόθεση της Πρωτοβουλίας, και σε ό,τι αυτή εξελιχθεί, να κατοχυρώσει κάποια δικαιώματα, οικονομικά ή άλλα, που θα διευκολύνουν κατά κάποιο τρόπο τη δουλειά μας, αλλά και θα μας διασφαλίζουν απέναντι στους εργοδότες (όποιοι μπορεί να είναι αυτοί) ή ακόμα και στο κράτος. Εδώ τέθηκε και το ζήτημα της ποιότητας της δουλειάς του καθενός, και το αν θα «αξίζει» ή όχι να ανήκει ο οποιοσδήποτε σε αυτή τη συλλογικότητα, από την παρέμβαση όμως πολλών, και σε επόμενες φάσεις της συζήτησης, κρίθηκε ότι αυτή η παράμετρος δεν πρέπει να αποτελεί κριτήριο για τη συμμετοχή κάποιου, αφού ούτε θέλουμε/μπορούμε να κρίνουμε τη δουλειά ενός συναδέλφου, ούτε σημαίνει ότι όποιος είναι μέλος ενός συλλόγου είναι από τους καλύτερους. Ο σύλλογος δεν έχει ρόλο επιμελητηρίου. Άλλωστε, σκοπός μας είναι να κατοχυρωθούμε αρχικά ως προς τις ελάχιστες οικονομικές διεκδικήσεις μας, και πέραν αυτών, επαφίεται στον καθένα να διαπραγματεύεται την όποια παραπάνω αμοιβή του. Πάντως οι περισσότεροι σύμφωνοι ήταν ότι το λίγο ή πολύ που έχει κατακτήσει ο καθένας για τον εαυτό του, θα ήθελε να το κατοχυρώσει και για τους υπόλοιπους, λιγότερο «τυχερούς». Η συζήτηση αυτή κατέληξε στο ότι αν θέλουμε να έχουμε έναν σύλλογο ισχυρό, που να μπορεί να διαπραγματεύεται με αξιώσεις, θα πρέπει να έχει πολλά μέλη και άρα μέλη του μπορούν να είναι όσοι εργάζονται στο χώρο της μετάφρασης-επιμέλειας (και όχι μόνο του βιβλίου), τους ενδιαφέρει η δουλειά του συλλόγου μας, πληρώνουν σε αυτόν μια συνδρομή, και αναζητούν δουλειά στο χώρο με βάση τις διεκδικήσεις και τα μίνιμουμ (π.χ. στις αμοιβές) που ο σύλλογος θέτει ως βάση. Εξάλλου, ο διαχωρισμός που τέθηκε ως προς τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους μισθωτούς, εν τέλει κρίναμε ότι δεν πρέπει να μας απασχολεί, αφού είναι πιθανό ένας άνθρωπος να έχει και τους δύο ρόλους συγχρόνως, ή τη μια μέρα να είναι σε μια μισθωτή σχέση εργασίας και την επομένη όχι, άρα από τη διαγραφή και την επανεγγραφή του θα προκύψει πρακτικό πρόβλημα.
Σημαντικό αναδύθηκε, όπως και στην προηγούμενη συνάντηση, το θέμα της ασφάλισης-διασφάλισης των εργαζομένων στο χώρο. Επιπλέον, όταν παρουσιάστηκαν κάποιες συμβάσεις έργου που καλούνται να υπογράφουν πλέον οι επιμελητές, ανάλογες με αυτές που υπογράφουν και οι μεταφραστές, προτάθηκε (ως ιδέα) τα μέλη του συλλόγου, εφόσον συσταθεί, να προτείνουν στους εργοδότες μια σύμβαση που θα έχει συνταχθεί με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας και όχι αυτή που μας προτείνουν οι εργοδότες.
Έγιναν αρκετές επισημάνσεις ως προς το ποια θα είναι τα μέσα πίεσης που διαθέτουμε και καταλήξαμε ότι το μεγαλύτερο όπλο μας θα είναι ένα ισχυρό σωματείο.
Ο σκοπός του σωματείου παρουσιάστηκε διττός: συνδικαλιστικός αλλά και η δράση μας και η στάση μας ως ομάδας απέναντι στους διάφορους φορείς.
Τέλος διατυπώθηκε και η ανάγκη επαφής και ανταλλαγής μεταξύ μας, και κυρίως μεταξύ των επιμελητών και των μεταφραστών.
Αφού ο δικηγόρος μάς διαβεβαίωσε ότι το σωματείο ή ο σύλλογος (τόνισε δε ότι όλα σωματεία είναι) δεν διαφέρουν ως προς την αποτελεσματικότητα των διεκδικήσεων τους, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε σύλλογο. Η επόμενη συνάντηση που ορίστηκε για τις 15 Φεβρουαρίου, άγνωστο ακόμη πού, θα αφιερωθεί στη συζήτηση επί του καταστατικού, το οποίο θα έχει ετοιμάσει ο δικηγόρος, πέρα από κάποια στάνταρ που τα ξέρει ο ίδιος και είναι λίγο πολύ κοινά σε όλα τα καταστατικά ανάλογων συλλόγων. Επίσης πρέπει να αποφασιστεί ποια θα δηλώσουμε ως έδρα μας.